- ἐρωῇ
- ἐρωέωrushpres subj mp 2nd sgἐρωέωrushpres ind mp 2nd sgἐρωέωrushpres subj act 3rd sgἐρωήfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερωή — ἐρωή, ἡ (Α) 1. γρήγορη κίνηση, ορμή, δύναμη («δουρὸς ἐρωή» η βολή τού δόρατος, Ομ. Ιλ.) 2. διέγερση, επιθυμία («γαστρὸς ἐρωή», Οππ.) 3. αποχώρηση, αποχή από κάτι, ησυχία («πολέμου ἐρωή» αποχή από τον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 4. διαφυγή, σωτηρία («οὐ γὰρ… … Dictionary of Greek
ἐρωή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῴη — ἐράω 1 love pres opt act 3rd sg ἐράω 2 pour forth pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωῆι — ἐρωῇ , ἐρωέω rush pres subj mp 2nd sg ἐρωῇ , ἐρωέω rush pres ind mp 2nd sg ἐρωῇ , ἐρωέω rush pres subj act 3rd sg ἐρωῇ , ἐρωή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωαῖς — ἐρωή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωήν — ἐρωή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ere-s-2 (ers-, r̥s-, eres-), and rē̆ s-, rō̆ s- — ere s 2 (ers , r̥s , eres ), and rē̆ s , rō̆ s English meaning: to flow Deutsche Übersetzung: “fließen”; von lebhafter Bewegung ũberhaupt, also “umherirren” and “aufgebracht, aufgeregt sein” Material: 1. O.Ind. rása ḥ “juice,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
роса — укр., блр. роса, ст. слав. роса δρόσος, ὄμβρος (Супр.), болг. роса, сербохорв. ро̀са, вин. ро̏су, словен. rosa, чеш., слвц., польск. rоsа, в. луж., н. луж. rоsа. Родственно лит. rasà, вин. rãsą роса , лтш. rаsа, др. инд. rasā ж. влажность,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* … Dictionary of Greek
λικμητήρας — ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, ῆρος) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. το θηλ. η λικμήτερα λιχνιστική μηχανή … Dictionary of Greek